- μεταβατός
- μεταβατός, -ή, -όν (Α) [μεταβαίνω]1. αυτός που επιτρέπει τη διέλευση από μέρος σε μέρος2. ο δεκτικός χωρισμού, ο διαιρετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβατῶν — μεταβάτης desultor masc gen pl μεταβατός allowing of passage fem gen pl μεταβατός allowing of passage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)